μηλίσκον

μηλίσκον
μηλίσκον, τό, Dim. of
A

μῆλον B.11.5

, IG11(2).162 B 32 (Delos, iii B.C., pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μηλίσκον — μηλίσκον, τὸ (Α) [μήλον (Ι)] μικρό ποτήρι που είχε σχήμα μήλου …   Dictionary of Greek

  • μήλο — Καρπός που προέρχεται όχι μόνο από το μετασχηματισμό των ιστών της ωοθήκης του άνθους, αλλά και από τους ιστούς των οργάνων στήριξης του· βοτανικά είναι ένας ψευδής καρπός, αρκετά ογκώδης. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων καρπών είναι οι καρποί των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”